Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

Κέρκυρα η

  • 1 Κερκυρα

        поздн. Κόρκυρα ἥ Керкира (о-в Ионического моря, у побережья Эпира, ныне Корфу) Her., Thuc. etc.

    Древнегреческо-русский словарь > Κερκυρα

  • 2 Κέρκυρα

    η 1. о-в Керкира;
    тж. Κορφοί; 2. Керкира (ном и город Ионических о-вов)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > Κέρκυρα

  • 3 Κορκυρα

         поздн. = Κέρκυρα См. Κερκυρα

    Древнегреческо-русский словарь > Κορκυρα

  • 4 προτολμαω

    Древнегреческо-русский словарь > προτολμαω

  • 5 Σχερια

         Σχερία
        эп. Σχερίη ἥ (впосл. Κέρκυρα) Схерия ( остров феаков) Hom., Thuc.

    Древнегреческо-русский словарь > Σχερια

  • 6 βγαίνω

    I (αόρ. (ε)βγήκα, μελλ. θα βγω и θαβγω) αμετ.
    1) выходить, отправляться; выбираться (разг);

    βγαίνω στο δρόμο — а) выбираться на дорогу; — б) выходить на улицу;

    βγαίνω στο πέλαγος — выходить в (открытое) море/ βγαίν. από το λιμάνι — выходить из порта;

    έβγα να πάρεις αέρα войди на свежий воздух;
    2) выбывать, выходить;

    βγαίνω απ' το παιγνίδι — выбывать из игры;

    βγαίνω εκτός μάχης — выбыть из строя (о военных);

    3) отрываться; отскакивать, отлетать (разг);
    μου βγήκε το τακούνι у меня отлетел каблук; 4) прям., перен. отклоняться, отходить;

    βγαίνω από το θέμα — отклоняться от темы;

    βγαίνω από το δρόμο — сбиваться с дороги;

    5) вытекать (о глазе);
    6) отходить, исчезать (о пятнах);

    ο λεκές δεν βγαίνει — пятно не отходит;

    7) показываться, появляться; пробиваться (об усах); вылупливаться (о птенцах);
    δεν βγήκε ακόμα το φεγγάρι луна ещё не вышла; μου βγήκε μπροστά (или στη μέση) а) он вырос передо мной; б) он встал мне поперёк дороги; έβγα στο παραθύρι выгляни в окно; βγήκαν τα πεπόνια созрели дыни; 8) всходить, вставать (о солнце и т. п.); 9) выходить в свет, публиковаться, выпускаться; 10) пройти, распространиться (о слухе и т. п.); δεν βγήκε (ένας) λόγος γιά τέτοιο πράγμα ничего не слышно, не известно об этом; 11) выходить, выскакивать, вылетать (из головы и т. п.); μου βγήκε απ' το νου у меня выскочило из головы;

    δεν βγαίνει από το κεφάλι μου ( — или από το νού μου) — у меня не выходит из головы;

    12) проходить, быть избранным;
    να ιδούμε ποιός θα βγει δήμαρχος посмотрим, кто стонет мэром; 13) выходить, получаться; оказываться; βγήκε καλό το παιδί του у него вырос хороший сын; θα βγει καλός μηχανικός из него выйдет хороший инженер; βγήκε καλό το πεπόνι дыня оказалась хорошей; δεν βγήκε τίποτε απ' или μ' αυτό из 5того ничего не вышло;

    απ' αυτό βγαίνει πώς... — отсюда вытекает, что...;

    14) сходиться (о счёте);

    δεν βγαίνει ο λογαριασμός — счёт не сходится;

    15) быть достаточным, хватать;

    βγαίνει το ΰφασμα γιά δυό φορεσιές — материала хватит на два платья;

    16) линять, выцветать;

    αυτό το χρΦμα βγαίνει — эта краска линяет;

    17) проходить, протекать (о времени);

    μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει — проходит месяц, проходит дру-

    гой...;
    18) оканчивать (учебное заведение); από τί σχολειό βγήκες; ты какую школу окончил?; 19) вести (о дороге);

    πού βγαίνει αυτός ο δρόμος; — куда ведёт эта дорога?;

    20) превосходить, брать верх, одолевать;

    δέντού βγαίνει κανείς στο τρέξιμο — он бегает лучше всех;

    21) отпечатываться;
    δεν βγήκε καλή η φωτογραφία фотография получилась плохая; 22) бить ключом, выходить на поверхность (об источниках и т. п.); 23) раздавиться, слышаться (о звуке); 24) производиться, делаться; выращиваться;

    τό καλύτερο λάδι βγαίνει στην Κέρκυρα — самое лучшее оливковое масло производят на острове Корфу;

    25) давать всходы; появляться (о растениях);
    26) осуществляться, сбываться; βγήκε το όνειρό μου сон сбылся; 27) входить в моду; 28) испражняться;

    § βγαίνω λάδι — выходить сухим из воды;

    βγαίνω από τη δυσκολία — выходить из затруднения;

    βγαίνω στο κλαρί — уходить в партизаны;

    βγαίνω στα πανιά — отплывать;

    βγαίνω στ' ανοιχτά — выходить в открытое море;

    βγαίνω απ' τα όρια — выходить из границ;

    βγαίνω από τα συλλοϊκά μου — сходить с ума;

    αυτό μού βγήκε ξινό (или απ' τη μύτη) это мне боком вышло, это мне дорого обошлось;
    του βγήκε το μάτι а) он лишился глаза; б) у него глаза чуть не лопнули от зависти; μου βγήκε σε καλό (σε κακό) это пошло мне на пользу (во вред);

    βγαίνει σε καλό (σε κακό) — иметь хороший (плохой) исход;

    ό, τι βγεί ας βγει будь что будет;
    θα βγεις με κόκκινα τσαρούχια обдерут как липку; κάλλιο να σού βγεί το μάτι παρά τ' όνομα посл, береги честь пуще глаза (своего);

    βγαίνει ότι... — итак..., выходит, что...;

    καί τι βγαίνει; — что ж из этого?

    βγαίνω2
    II см. βγάζω

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βγαίνω

  • 7 Κορφοί

    οι о-в Корфу;
    см. Κέρκυρα

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > Κορφοί

См. также в других словарях:

  • κέρκυρα — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν κόρη του Κερκιλλίνου, Ρωμαίου διοικητή της Κέρκυρας, ο οποίος υπήρξε φανατικός ειδωλολάτρης. Όταν έφτασαν οι απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος, η Κ. ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Βρήκε μαρτυρικό θάνατο στις 5… …   Dictionary of Greek

  • Κέρκυρα — Sp Kèrkyra Ap Κέρκυρα/Kerkyra Sp Kòrfu Ap Κόρφοι/Korfu L s. Jonijos j., mst., Jonijos salų adm. sr. centras ir Graikijos nomas …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Κερκύρα — Κερκύ̱ρᾱ , Κέρκυρα BMus.Cat.Coins Thessaly fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κερκύρᾳ — Κερκύ̱ρᾱͅ , Κέρκυρα BMus.Cat.Coins Thessaly fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κέρκυρα — Κέρκῡρα , Κέρκυρα BMus.Cat.Coins Thessaly fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αρμένης-Βράιλας, Πέτρος — (Κέρκυρα 1812 – Λονδίνο 1884).Φιλόσοφος, νομομαθής και πολιτικός. Σπούδασε στην Κέρκυρα, την Μπολόνια και τη Γενεύη. Το 1840 διορίστηκε δικαστής των ανώτερων δικαστηρίων στη Ζάκυνθο και έπειτα υποθηκοφύλακας στην Κέρκυρα. Από το 1842 επιδόθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Ξύνδας, Σπυρίδων — (Κέρκυρα 1814 – Αθήνα 1896). Συνθέτης. Σπούδασε μουσική στην Κέρκυρα με τον Μάντζαρο (βλ. λ.), του οποίου ήταν μάλιστα στενός συνεργάτης, και έπειτα στο Ωδείο της Νεάπολης. Από τους ιδρυτές, μαζί με τον Μάντζαρο, της «Φιλαρμονικής Εταιρείας… …   Dictionary of Greek

  • Αλβάνας, Φρειδερίκος — (Κέρκυρα 1827 – 1903). Νομομαθής και λόγιος. Ο Α., που ήταν αδελφός της Μαργαρίτας Αλβάνα Μηνιάτη, σπούδασε νομικά στην Πίζα της Ιταλίας και γύρισε στο νησί του, όπου εργάστηκε σε διάφορες υπηρεσίες της Επτανήσου Πολιτείας. Αρχικά διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Γιαλλινάς ή Γυαλινάς, Άγγελος — (Κέρκυρα 1857 – 1939). Ζωγράφος. Έγινε διάσημος για τις θαυμάσιες υδατογραφίες του. Μαθήτευσε αρχικά κοντά στον Κερκυραίο ζωγράφο Χαράλαμπο Παχή και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Βενετία, στη Νάπολη και στη Ρώμη. Επιστρέφοντας στην Κέρκυρα,… …   Dictionary of Greek

  • Γιωτόπουλος, Παναγιώτης — (Κέρκυρα 1878 – Αθήνα 1965). Ποινικολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε νομικά στην Πίζα, στη Ρώμη και στο Παρίσι. Το 1906 διορίστηκε υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1928 έκτακτος καθηγητής ποινικής δικονομίας. Έγραψε πολλές ποινικές… …   Dictionary of Greek

  • Δάνδολος, Αντώνιος — (Κέρκυρα 1788 – 1863). Πολιτικός και εθνικός αγωνιστής. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία και όταν γύρισε στην Κέρκυρα, κατατάχτηκε στο σώμα του γαλλικού ιππικού με τον βαθμό του αξιωματικού. Μετά την αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων από την Κέρκυρα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»